Ομοιοπαθητική & Συμβατική Ιατρική
επιστροφή
Οι Δυσκολίες στον σχηματισμό Διπλές – Τυφλές Κλινικές Μελέτες
Η μικροβιολογία και η βακτηριολογία δημιουργήθηκαν για να εξηγήσουν ποια μικρόβια επιτίθενται στον οργανισμό και σε ποια ασθένεια οδηγούν. Η ολιστική εξήγηση, ότι δηλαδή ένα μικρόβιο ή βακτηρίδιο δεν μπορεί να επιτεθεί ή να καταλάβει έναν υγιή οργανισμό, παραγκωνίσθηκε.
Συμπερασματικά, δεν μπορεί κανείς “να προσαρμόσει ένα τετράγωνο καρφί σε μια στρογγυλή τρύπα.” Ο όλος τρόπος σκέψης στην έρευνα μέχρι αυτή τη στιγμή ήταν προσαρμοσμένος προς αυτό το Καρτεσιανό μοντέλο. Για να μπορέσουμε να διεξάγουμε έρευνα στην Ομοιοπαθητική πρέπει και να έχουμε ένα Ολιστικό μοντέλο. Υπάρχουν ακόμη σήμερα ερευνητές που δεν καταλαβαίνουν και που, αν και υπερτερούν στην αλλοπαθητική έρευνα, δεν έχουν ιδέα για το πως να “στήσουν” ένα ομοιοπαθητικό πείραμα. Χρησιμοποιούν αλλοπαθητικές μεθόδους και μοντέλα για να αποδείξουν κάτι εντελώς ξένο προς αυτές τις μεθόδους. Αυτό αναφέρεται πολύ καλά στην κριτική πάνω σε τυφλές κλινικές δοκιμές από τους Kleinen και Knipshild. Για να διεξάγουμε έρευνα στην Ομοιοπαθητική πρέπει να τηρήσουμε ορισμένους νόμους που διατυπώνονται από την κλασσική Ομοιοπαθητική.
Υπάρχουν σήμερα πολλοί στον κόσμο που, αν και αυτοαποκαλούνται Ομοιοπαθητικοί, δεν ασκούν την Ομοιοπαθητική με την κλασσική έννοια. Ασκούν πολυφαρμακία46 αναμιγνύουν άλλες μεθόδους στη θεραπεία τους, οι οποίες τείνουν μόνο να γεννούν σύγχυση στους ανθρώπους και δημιουργούν μια ασαφή εικόνα περί του τι είναι πραγματικά η κλασσική Ομοιοπαθητική. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τομέα της έρευνας. Πολλές φορές οι άνθρωποι που εκτελούν τα πειράματα δεν έχουν οι ίδιοι πλήρη επίγνωση του τι θέλουν να αποδείξουν ή ποιος είναι ο στόχος του πειράματος.
Δεν υπάρχουν υποθέσεις, ούτε δομημένη σκέψη πίσω από την διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων και πολλές φορές τα πειράματα δεν αποδεικνύουν τίποτε. Έτσι, αντί για μια θετική επίδραση, έχουν μια μάλλον αρνητική επίδραση πάνω σε άλλους επιστήμονες, που μπορεί να ενδιαφέρονταν αλλά κλονίζονται από αυτά τα άσχημα αποτελέσματα.
Μόνο πολύ πρόσφατα άρχισε να αναγνωρίζεται η Ομοιοπαθητική στον ερευνητικό χώρο. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε μια παγκόσμια στροφή προς μια πιο ολιστική θεώρηση των επιστημών, και σε μια απομάκρυνση από ένα υπεραπλουστευμένο μοντέλο. Άλλες επιστήμες, όπως η Φυσική, η Χημεία και η Κβαντοφυσική, διερευνούν τώρα τη δομή και τη λειτουργία συστημάτων που βρίσκονται “μακριά από την ισορροπία”.
Αυτές οι επιστήμες έχουν βοηθήσει στην προετοιμασία για μια νέα κατανόηση του οργανισμού και της παθολογίας, που δεν ήταν διαθέσιμη στο αναγωγικό πρότυπο.
Τα αναρίθμητα προβλήματα που προκαλούνται από την λήψη αλλοπαθητικών φαρμάκων είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που ευθύνεται για το ότι οι άνθρωποι καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην εναλλακτική ιατρική. Αυτό βοηθά επίσης τον σκοπό της έρευνας, καθώς οι ερευνητές θα στρέψουν την προσοχή τους σε εναλλακτικές θεραπείες για να ανακαλύψουν με ποιο τρόπο λειτουργούν, αφού αυτά τα νέα προϊόντα θα αποτελέσουν τα νέα φάρμακα του 21ου αιώνα. Γιατί, ποιο καλύτερο φάρμακο μπορεί να υπάρξει από ένα σκεύασμα που δεν έχει σοβαρές παρενέργειες;
Έτσι, οι πολυάριθμες ανεπιθύμητες παρενέργειες των αλλοπαθητικών φαρμάκων, η απώλεια του ανθρωπισμού των ασκούντων την ιατρική καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών που υπαγορεύουν ποιο φάρμακο θα παραμείνει και ποιο θα αποσυρθεί από την αγορά, είναι μερικές από τις πιο αρνητικές πτυχές και οι κύριοι λόγοι που τόσο πολλοί άνθρωποι στρέφονται σε ολιστικές αρχές και πρακτικές.
Η Ομοιοπαθητική έρευνα θα προσφέρει επίσης πληροφορίες σε πολύ περισσότερους ανθρώπους χάρη στο ενδιαφέρον ποικίλων επιστημονικών ομάδων. Στο προσκήνιο της Ομοιοπαθητικής έρευνας αυτή τη στιγμή βρίσκεται η Στατιστική Κλινική Έρευνα. Δυστυχώς αυτή δεν έχει αποδώσει όσο θα μπορούσε για την απόδειξη της αποτελεσματικότητας του ομοιοπαθητικού φαρμάκου, εξαιτίας της ειδικής φύσης του ομοιοπαθητικού φαρμάκου και του τρόπου που αυτό χορηγείται. (βλ. Kleijnen J, Knipschilf P, ter Riet G. Clinical trials of Homoeopathy.
Br Med J 1991; 302: 316-23.]
Στη συμβατική ιατρική χρησιμοποιούνται διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές μελέτες για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη μιας ομάδας ασθενών που υποφέρουν από την ίδια ασθένεια - λ.χ. ρευματοειδή αρθρίτιδα. Στη συμβατική ιατρική, θα επιλεγόταν έπειτα το νέο συμβατικό φάρμακο που θέλουμε να ελέγξουμε και θα χωρίζαμε στη συνέχεια την ομάδα των ασθενών σε εκείνους που παίρνουν το πλασέμπο κι εκείνους που παίρνουν το "πραγματικό" φάρμακο.
Στις διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές έρευνες, τόσο ο ιατρός που χορηγεί το φάρμακο ή το πλασέμπο όσο και ο ασθενής, δε γνωρίζουν τι έχει χορηγηθεί. Αυτό γίνεται για να αποκλεισθεί η ψυχολογική ή υποσυνείδητη προκατάληψη που μπορεί ο ιατρός να μεταβιβάσει στον ασθενή εν αγνοία του. Στην Ομοιοπαθητική, επειδή ένα συγκεκριμένο φάρμακο χορηγείται στο άτομο και όχι στην ασθένεια, η παραπάνω στατιστική κλινική έρευνα χρειάζεται να αναθεωρηθεί ώστε να ληφθεί αυτό υπ' όψιν. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να χορηγήσουμε Ρους Τοξικόδενδρον (Rhus toxicodendron, ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο γνωστό για τα θεραπευτικά του αποτελέσματα στα άτομα που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα) σε όλους τους ασθενείς της ομάδας και να αναμένουμε πως θα πάρουμε μια πραγματική εικόνα της αποτελεσματικότητας του Ρους Τοξικόδενδρον (Rhus toxicodendron). Αυτό συμβαίνει επειδή καθένας από τους ασθενείς της ομάδας που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να χρειάζεται διαφορετικό ιδιοσυγκρασιακό φάρμακο, όπως για παράδειγμα Μπρυόνια (Bryonia) ή Καλκάρεα Καρμπόνικα (Calcarea carbonica). Αυτό εξακριβώνεται με την ομοιοπαθητική συνέντευξη που παίρνουμε από τον ασθενή για να εντοπίσουμε το σωστό φάρμακο γι αυτόν τον συγκεκριμένο ασθενή. Έτσι, αυτό που ισχύει για τη συμβατική ιατρική δεν ισχύει στην Ομοιοπαθητική. Επίσης, ένα άλλο σημαντικό σημείο τριβής ή διαφοράς είναι ότι σαν ομοιοπαθητικοί χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τον ασθενή για να δούμε κατά πόσο έχουμε επιλέξει το σωστό φάρμακο. Μια πιθανή θεραπευτική έξαρση στην αρχή, μπορεί να αποτελεί κριτήριο επιβεβαίωσης πως επιλέξαμε το σωστό ομοιοπαθητικό φάρμακο. Αυτό παρατηρείται σε πολλές, αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις που χορηγούμε το σωστό ομοιοπαθητικό φάρμακο, και φέρνει στην επιφάνεια τα προηγούμενα συμπτώματα και ίσως και κάποια από τα συμπτώματα που επρόκειτο να εμφανίσει ο ασθενής στο εγγύς μέλλον. Παρακάτω αναφέρονται κάποιες από τις συνήθεις “παγίδες”, που αποδεικνύουν πόσο αναγκαίο είναι να εφαρμόσουμε διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές μελέτες που να ταιριάζουν στην ομοιοπαθητική θεραπεία και φιλοσοφία.
-
Μία παγίδα για τον ομοιοπαθητικό είναι η επιλογή ενός φαρμάκου που είναι πολύ παρόμοιο με το σωστό ομοιοπαθητικό φάρμακο, αλλά δεν είναι το επακριβές. Αν γίνει αυτό, βλέπουμε πως μπορεί να υπάρξει μια θεραπευτική επιδείνωση και πιστεύοντας ότι πρόκειται για τη θεραπευτική έξαρση περιμένουμε να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και να επανέλθει ο οργανισμός σε μια υγιέστερη κατάσταση. Όταν δούμε τελικά ότι τα συμπτώματα δεν υποχωρούν, τότε πρέπει να χορηγήσουμε το δεύτερο ομοιοπαθητικό φάρμακο που είχαμε επιλέξει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σαν πιθανά σωστό. Επομένως, η επιλογή του σωστού φαρμάκου και η ερμηνεία των αντιδράσεων του ασθενούς σε αυτό το φάρμακο είναι πολύ σημαντικές για τον ομοιοπαθητικό. Από αυτή την άποψη είναι αδύνατον ο ιατρός που χορηγεί το φάρμακο να μην γνωρίζει τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου ασθενούς σε αυτό.
-
Μια άλλη παγίδα για τον ομοιοπαθητικό είναι ότι, αν και έχει επιλέξει το σωστό φάρμακο, η δυναμοποίηση είναι αδρανής, οπότε σύμφωνα με τις αντιδράσεις του ασθενούς και τον τρόπο που αυτές ερμηνεύονται από τον ομοιοπαθητικό, μπορεί να χρειαστεί να χορηγήσουμε στον ασθενή μια μεγαλύτερη ή επαναληπτική δόση του ίδιου φαρμάκου. Αυτό είναι αδύνατον με τη διάταξη του τυφλού πειράματος της συμβατικής ιατρικής.
-
Μια άλλη παγίδα είναι ότι, ανάλογα με τη χρονιότητα του προβλήματος, τη γενετική και επίκτητη προδιάθεση του κάθε ασθενούς και το πόσα αλλοπαθητικά φάρμακα έχει πάρει γι αυτή την παθολογία του, ένας ασθενής μπορεί να παρουσιάσει βελτίωση μέσα σε μια ώρα ενώ ένας άλλος να παρουσιάσει βελτίωση μετά από ένα μήνα.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί κι άλλες τέτοιες παγίδες, όπως το πού θα διεξαχθούν αυτές οι μελέτες. Υπάρχουν ελάχιστα Ομοιοπαθητικά Κλινικά Κέντρα ή νοσοκομεία στον κόσμο. Οι περισσότερες διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές έρευνες έχουν γίνει σε συμβατικά ιατρικά κέντρα κάτω από ένα είδος ημι-ομοιοπαθητικής διάταξης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αλλοπαθητικοί / συμβατικοί ιατροί να χορηγούν αλλοπαθητική / συμβατική θεραπεία σε ασθενείς που ακολουθούσαν ομοιοπαθητική θεραπεία, αναιρώντας έτσι τα ομοιοπαθητικά αποτελέσματα. Αυτό δεν οφειλόταν σε δολιοφθορά (αν και σε κάποιες περιπτώσεις είμαι βέβαιη ότι συνέβη και αυτό), αλλά σε μια ασυμφωνία ανάμεσα στους ίδιους τους ομοιοπαθητικούς ως προς το τι αντιδοτεί τη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Πολλοί παρέλειψαν να δώσουν στους ασθενείς οδηγίες να αποφεύγουν φάρμακα σαν την κορτιζόνη, τα αντιβιοτικά, τα ψυχοτρόπα φάρμακα, τα αντιισταμινικά, τις ορμόνες, την καφεΐνη και τη μενθόλη, για το διάστημα που έπαιρναν το ομοιοπαθητικό φάρμακο.
Εξαιτίας της έλλειψης συμμόρφωσης με την κλασσική Ομοιοπαθητική τα αποτελέσματα αυτών των Στατιστικών Κλινικών Ερευνών, αν και έλαβαν χώρα σε μεγάλα νοσοκομεία, δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο από το ότι δεν μπορεί κανείς να “προσαρμόσει ένα τετράγωνο καρφί σε μια στρογγυλή τρύπα”. Πρέπει κανείς να συμμορφώνεται και να διεξάγει διπλά τυφλά πειράματα που υπακούουν στις κλασσικές ομοιοπαθητικές αρχές. Έχοντας αυτά κατά νου, όταν ήμουν Διευθύντρια Ερευνών στο Κέντρο Ομοιοπαθητικής Ιατρικής του Γιώργου Βυθούλκα στην Αθήνα, οι συνάδελφοί μου -Ιατροί Π. Αρσενίου, Γ. Τσαντάκης, Κ. Ζερβάνος, Π. Γαρζώνης και Λ. Βαβουράκη- κι εγώ, μαζί με τον κλινικό στατιστικολόγο Α. Χατζηπαραδείση, συντάξαμε μια αρκετά καλή Διπλή Τυφλή Στατιστική Κλινική Έρευνα για πέντε σοβαρές χρόνιες παθήσεις. Οι πέντε σοβαρές χρόνιες παθήσεις ήταν οι ημικρανίες, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η επιληψία, οι φοβικές / αγχώδεις διαταραχές και το αλλεργικό άσθμα. Επρόκειτο να συνεργαστούμε με ένα άλλο σοβαρό Ομοιοπαθητικό κλινικό κέντρο του Βελγίου, το Κλινικό Εκπαιδευτικό Κέντρο Κλασσικής Ομοιοπαθητικής, διευθυντής του οποίου είναι ο Dr med. Alfons Geukens. Εγώ ήμουν επικεφαλής συντονίστρια έρευνας αυτού του ερευνητικού έργου και ο Dr med. Jean Louis Smout ήταν ο συντονιστής έρευνας στο Βέλγιο. Έτσι, υποβάλαμε την κλινική και φυσικo-χημική μας πρόταση έρευνας πριν την καταληκτική ημερομηνία της 31 Ιαν. 1992 στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη Γενική Διεύθυνση Επιστημών, Έρευνας και Ανάπτυξης DG. Αργότερα έμαθα από τον συνάδελφό μου Δρ. Michel van Wassenhoven ότι η ερευνητική μας πρόταση ήταν ανάμεσα στις πέντε καλύτερες, δυστυχώς όμως δεν χρηματοδοτηθήκαμε ποτέ. Επειδή τα κέντρα μας ήταν ιδιωτικά και όχι κρατικά νοσοκομεία, δεν μπορούσαμε να αναλάβουμε τη διεξαγωγή των διπλών τυφλών πειραμάτων μόνοι μας. Η έλλειψη χρηματοδότησης είναι άλλη μία ατυχής περίσταση στην ιατρική έρευνα. Εμαθα πρόσφατα ότι μία από αυτές τις έρευνες έγιναν από άλλους ερευνητές που συνεργάζεται ο Γ. Βυθούλκας χρησιμοποιώντας το αρχικό σχέδιο που σας περιέγραψα.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι η καλή ομοιοπαθητική θεραπεία εξαρτάται από τον ομοιοπαθητικό που χορηγεί την αγωγή. Η επιλογή του σωστού φαρμάκου εξαρτάται από την εμπειρία, την εκπαίδευση και τη γνώση του ομοιοπαθητικού που αναλαμβάνει την περίπτωση. Το ίδιο το φάρμακο και ο τρόπος παρασκευής του εξαρτάται από την εμπειρία του φαρμακοποιού ή χημικού που επιτελεί την διαδικασία δυναμοποίησης. Έτσι, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω και πολλούς ακόμη, έχουμε διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές έρευνες που απλούστατα δεν εμπίπτουν στο κλασσικό ομοιοπαθητικό μοντέλο και έτσι ευθύνονται για τις πολύ αρνητικές αναφορές που έχουν δημοσιευθεί πάνω στη θεραπευτική αξία των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.
Οι διπλές-τυφλές στατιστικές κλινικές έρευνες θα έπρεπε να διεξάγονται σε κέντρα όπου ασκείται Κλασσική Ομοιοπαθητική, όπου το επιλεγμένο φάρμακο θα εγκρίνεται από έναν Ανώτατο Ομοιοπαθητικό (έναν Ομοιοπαθητικό που θα έχει την ειδίκευση τουλάχιστον 10-15 ετών θετικής εμπειρίας και αναγνωρισμένων αποτελεσμάτων) και όπου, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ενώ ακολουθούν την Ομοιοπαθητική αγωγή, οι ασθενείς θα υποβάλλονται σε κλασσικό διαγνωστικό και εργαστηριακό έλεγχο (σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι εφαρμόσιμο), ώστε να εξακριβώνεται η πρόοδος της Ομοιοπαθητικής θεραπείας. Αυτές οι μελέτες θα βοηθήσουν να αποδειχθεί στατιστικά πόσο καλά ανακουφίζουν τα Ομοιοπαθητικά φάρμακα τα συμπτώματα των χρόνιων και των οξέων νοσημάτων.
επιστροφή
|